πλεύρα

πλεύρα
Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις των θωρακικών σπονδύλων· το μπροστινό άκρο των πρώτων 7 π. (γνήσια π.) αρθρώνεται με το στέρνο με την παρεμβολή ενός χόνδρινου τμήματος, που ονομάζεται πλευρικός χόνδρος· τα άκρα του όγδοου, ένατου και δέκατου καταλήγουν σε άλλους χόνδρους που ενώνονται μεταξύ τους και με το χόνδρο του έβδομου π., χωρίς να φτάνουν απευθείας στο στέρνο (νόθα π.)· οι δυο τελευταίες π. είναι πολύ πιο κοντές από τις άλλες και δεν στηρίζονται μπροστά γι’ αυτό το λόγο ονομάζονται ασύντακτα πλευρά. Τα π. παθαίνουν όλες σχεδόν τις παθήσεις των οστών. Συχνά είναι τα κατάγματα που, κατά κανόνα, οφείλονται σε τραύματα του θώρακα, αλλά μπορεί να προκληθούν και από βίαιο βήχα, ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα. Είναι γνωστές επίσης παθολογικές καταστάσεις που οφείλονται σε υπεράριθμα π. που αρθρώνονται με τον έβδομο αυχενικό σπόνδυλο. Τα π. αυτά μπορεί και να βλάψουν αγγεία και νεύρα. Α) γνήσιες πλευρές· Β) νόθες πλευρές· Γ) ασύντακτες πλευρές.
* * *
η, Ν
πλαγιά όρους ή λόφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά, με αναβιβασμό τού τόνου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλευρά — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρᾷ — πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — η 1. πλάγιο μέρος πραγμάτων, πλευρό: Η βόρεια πλευρά του οικήματος, του βουνού. 2. κόκαλο του θώρακα ανθρώπου ή ζώου, αλλιώς παΐδι, πλευρό: Του βγάλανε δυο πλευρά. 3. εξωτερική ευθεία γραμμή γεωμετρικού σχήματος: Πλευρά τριγώνου, τετραγώνου κτλ.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλεύρ' — πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc/acc dual πλευρά̱ , πλευρά rib fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πλευραί , πλευρά rib fem nom/voc pl πλευρά , πλευρόν rib neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρᾶι — πλευρᾷ , πλευρά rib fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευράν — πλευρά̱ν , πλευρά rib fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευράς — πλευρά̱ς , πλευρά rib fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευραῖν — πλευρά rib fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευραῖς — πλευρά rib fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”